χρηματολογικός

χρηματολογικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρηματολογία.
επίρρ...
χρηματολογικώς και χρηματολογικά Ν
με χρηματολογικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Επ. Δεληγεώργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”